- συνοδοιπορώ
- (ε) 1. μετ. сопровождать;2. αμετ. совершить путь совместно (с кем-л.), быть попутчиком, спутником
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνοδοιπορώ — συνοδοιπορῶ, έω, ΝΜΑ [συνοδοιπόρος] ακολουθώ την ίδια πορεία με κάποιον, συμβαδίζω με κάποιον … Dictionary of Greek
συνοδοιπόρῳ — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat sg συνοδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροζυγώ — ἑτεροζυγῶ, έω (ΑΜ) [ετερόζυγος] μσν. διαφωνώ αρχ. 1. (για ζώα) α) είμαι ετερόζυγος, είμαι ζευγμένος με ζώο άλλου είδους β) σύρω με άνιση δύναμη 2. μτφ. συνοδοιπορώ με κάποιον που δεν μού ταιριάζει («μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῡντες ἀπίστοις» μη… … Dictionary of Greek
συμπορεύομαι — ΝΜΑ [πορεύομαι] 1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ) 2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα») αρχ. συνουσιάζομαι … Dictionary of Greek